- μήνασθαι
- μαίνομαιrageaor inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαλυμήνασθαι — διαλῡμήνασθαι , διαλυμαίνομαι maltreat shamefully aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλυμήνασθαι — καταλῡμήνασθαι , καταλυμαίνομαι ruin utterly aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμήνασθαι — λῡμήνασθαι , λυμαίνομαι cleanse from dirt aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλυμήνασθαι — παραλῡμήνασθαι , παρά λυμαίνομαι cleanse from dirt aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολυμήνασθαι — ἀπολῡμήνασθαι , ἀπολυμαίνομαι cleanse oneself by bathing aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)